- εναντιογνώμων
- -ον (ΑΜ έναντιογνώμων, -ον)αυτός που έχει αντίθετη γνώμη, ασύμφωνος, αντίθετος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναντιογνώμων — of contrary opinion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιογνώμονες — ἐναντιογνώμων of contrary opinion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek